έγκλειστος

έγκλειστος
-η, -ο
1. ο κλεισμένος, ο περιορισμένος σε κλειστό χώρο.
2. ο κλεισμένος στις φυλακές, ο φυλακισμένος.
3. (για επιστολές και ταχυδρομικά δέματα), ο εσώκλειστος: Σου στέλνω έγκλειστη τη βεβαίωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έγκλειστος — η, ο (Μ ἔγκλειστος, ον) ο κλεισμένος, περιορισμένος σ έναν τόπο («έγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου») νεοελλ. (για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • May 8 (Eastern Orthodox liturgics) — May 7 Eastern Orthodox Church calendar May 9 All fixed commemorations below celebrated on May 21 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

  • May 11 (Eastern Orthodox liturgics) — May 10 Eastern Orthodox Church calendar May 12 All fixed commemorations below celebrated on May 24 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

  • May 14 (Eastern Orthodox liturgics) — May 13 Eastern Orthodox Church calendar May 15 All fixed commemorations below celebrated on May 27 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

  • Nicetas of Novgorod — Saint Nicetas Bishop of Novgorod Born Kiev, Ukraine Died 1107 Novgorod, Russia Honored in Roman Catholic Church Eastern Orthodox Church …   Wikipedia

  • εναπόκλειστος — ἐναπόκλειστος, ον (AM) ο αποκλεισμένος σ ένα μέρος, κλεισμένος, έγκλειστος …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • κυριέγκλειστος — κυριέγκλειστος, ὁ (Μ) ηγούμενος μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + ἔγκλειστος] …   Dictionary of Greek

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • φυλακίζω — ΝΜΑ [φύλαξ, ακος] κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔ γ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῑνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”