έγκλειστος — η, ο (Μ ἔγκλειστος, ον) ο κλεισμένος, περιορισμένος σ έναν τόπο («έγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου») νεοελλ. (για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
May 8 (Eastern Orthodox liturgics) — May 7 Eastern Orthodox Church calendar May 9 All fixed commemorations below celebrated on May 21 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
May 11 (Eastern Orthodox liturgics) — May 10 Eastern Orthodox Church calendar May 12 All fixed commemorations below celebrated on May 24 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
May 14 (Eastern Orthodox liturgics) — May 13 Eastern Orthodox Church calendar May 15 All fixed commemorations below celebrated on May 27 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Nicetas of Novgorod — Saint Nicetas Bishop of Novgorod Born Kiev, Ukraine Died 1107 Novgorod, Russia Honored in Roman Catholic Church Eastern Orthodox Church … Wikipedia
εναπόκλειστος — ἐναπόκλειστος, ον (AM) ο αποκλεισμένος σ ένα μέρος, κλεισμένος, έγκλειστος … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
κυριέγκλειστος — κυριέγκλειστος, ὁ (Μ) ηγούμενος μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + ἔγκλειστος] … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
φυλακίζω — ΝΜΑ [φύλαξ, ακος] κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔ γ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῑνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek